(η)συχάζω

(η)συχάζω
(η)συχάζω
ησύχασα, ησυχασμένος
1. αμτβ., ηρεμώ, είμαι ήσυχος: Μόνον αν πεθάνει θα ησυχάσει. – Ησυχάζει το σπίτι όταν φεύγει το παιδί.
2. αναπαύομαι, κοιμάμαι: Έπεσε στο κρεβάτι για να ησυχάσει λίγο.
3. απαλλάσσομαι από ανησυχίες ή πόνους: Αν δεν έβλεπε με τα μάτια της πως είναι καλά ο γιος της, δε θα ησύχαζε.
4. ασκητεύω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ησυχάζω — και συχάζω (AM ἡσυχάζω) Ι. (αμτβ.) 1. βρίσκομαι σε ησυχία, είμαι ήσυχος, ηρεμώ, είμαι σε ηρεμία, αδρανώ 2. συνεκδ. αναπαύομαι, ξεκουράζομαι, ξαποσταίνω («ἡ ἀπορία τοῡ μὴ ἡσυχάζειν» η έλλειψη αναπαύσεως, Θουκ.) 3. συνεκδ. πλαγιάζω, κοιμάμαι 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”